φείδων

φείδων
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Θεσπρωτών της Ηπείρου, πλούσιος και φιλόξενος. Έζησε στα ομηρικά χρόνια. 2. Βασιλιάς του Άργους από τη γενιά του Τημένου, των μέσων ίσως του 7ου αι. π.Χ. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του το Άργος έγινε το ισχυρότερο κράτος της Πελοποννήσου, ανώτερο και από τη Σπάρτη. Ο Φ. δημιούργησε μέτρα και σταθμά που ήταν πολύ διαδεδομένα στην Πελοπόννησο· του αποδίδεται επίσης η εισαγωγή των πρώτων αργυρών νομισμάτων, τα οποία έκοψε στην Αίγινα. 3. Κορίνθιος νομοθέτης του 7ου αι. π.Χ. Η νομοθεσία του ευνοούσε τους μεγαλοκτηματίες και τους ευγενείς. 4. Ένας από τους Τριάκοντα, που εξακολούθησε και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα να παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική της ζωή και θεωρήθηκε ευτελής δημαγωγός.
* * *
-ωνος, ὁ, Α
1. είδος λαδερού με στενό λαιμό έτσι ώστε να εκρέει μικρή ποσότητα λαδιού
2. ως κύριο όν. Φείδων
α) βασιλιάς τού Άργους, που πρώτος καθόρισε τα μέτρα και τα σταθμά και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο τής αρχαίας Ελλάδας στην Αίγινα
β) (στην κωμωδία) προσωνυμία φιλάργυρου γέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γνάθ-ων, τρίβ-ων). Ο τ. χρησιμοποιείται ως ονομ. ενός δοχείου για αποταμίευση λαδιού, αλλά και ως προσωνυμία ενός φιλάργυρου γέρου στην κωμωδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φείδων — oil can with a narrow neck masc nom/voc sg Φείδων oil can with a narrow neck masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φείδων — oil can with a narrow neck masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фидон — (Φείδων) царь аргосский, жил, по одним, в VIII в., по другим в VII в.; некоторые ученые стараются, но безуспешно, согласовать оба мнения, различая двух Ф. старшего и младшего. Несмотря на то, что он принадлежал к царскому роду Теменидов,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Φειδωνίδην — φείδων oil can with a narrow neck masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φειδωνίδης — φείδων oil can with a narrow neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φείδους — Φείδων oil can with a narrow neck masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φείδωνα — Φείδων oil can with a narrow neck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φείδωνα — φείδων oil can with a narrow neck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φείδωνι — Φείδων oil can with a narrow neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φείδωνι — φείδων oil can with a narrow neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”